Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τὰ μουσικά

См. также в других словарях:

  • μουσικά — μουσικά̱ , μουσική any art over which the Muses presided fem nom/voc/acc dual μουσικά̱ , μουσική any art over which the Muses presided fem nom/voc sg (doric aeolic) μουσικός musical neut nom/voc/acc pl μουσικά̱ , μουσικός musical fem nom/voc/acc… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μουσικά όργανα — Σύμφωνα με τη φύση των σωμάτων που είναι προορισμένα να παράγουν ήχο (αν και μερικοί μελετητές τείνουν προς μια ιστορική ταξινόμηση), τα μ.ό. διακρίνονται σε τέσσερις μεγάλες κατηγορίες: τα ιδιόφωνα, τα μεμβρανόφωνα, τα χορδόφωνα και τα αερόφωνα …   Dictionary of Greek

  • μουσικᾷ — μουσική any art over which the Muses presided fem dat sg (doric aeolic) μουσικός musical fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όργανα, μουσικά — Βλ. λ. μουσικά όργανα …   Dictionary of Greek

  • μουσίχ' — μουσικά̱ , μουσική any art over which the Muses presided fem nom/voc/acc dual μουσικά̱ , μουσική any art over which the Muses presided fem nom/voc sg (doric aeolic) μουσικαί , μουσική any art over which the Muses presided fem nom/voc pl μουσικά …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μουσικᾶι — μουσικᾷ , μουσική any art over which the Muses presided fem dat sg (doric aeolic) μουσικᾷ , μουσικός musical fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μουσικάν — μουσικά̱ν , μουσική any art over which the Muses presided fem acc sg (doric aeolic) μουσικά̱ν , μουσικός musical fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μουσικάς — μουσικά̱ς , μουσική any art over which the Muses presided fem acc pl μουσικά̱ς , μουσικός musical fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρουστά — Μουσικά όργανα, των οποίων ο ήχος προκύπτει μέσω της κρούσης, δηλαδή ηχούν όταν τα χτυπήσει κάποιος κατά διάφορους τρόπους. Τα κ. αποτελούν την αρχαιότερη από όλες τις κατηγορίες μουσικών οργάνων. Από το απλό χτύπημα των χεριών ή των ποδιών μέχρι …   Dictionary of Greek

  • κρούστα — Μουσικά όργανα, των οποίων ο ήχος προκύπτει μέσω της κρούσης, δηλαδή ηχούν όταν τα χτυπήσει κάποιος κατά διάφορους τρόπους. Τα κ. αποτελούν την αρχαιότερη από όλες τις κατηγορίες μουσικών οργάνων. Από το απλό χτύπημα των χεριών ή των ποδιών μέχρι …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»